χοροτερπής

χοροτερπής
χορο-τερπής, ές,
A delighting in the dance, Nonn.D.14.249.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χοροτερπής — ές, Α αυτός που τού αρέσει ο χορός. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + τερπής (< τέρπω «αρέσω, ευχαριστώ»), πρβλ. δημο τερπής] …   Dictionary of Greek

  • χοροτερπέος — χοροτερπής delighting in the dance masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”